περιτάφρευση

περιτάφρευση
η, Ν
το να περιβάλλει κανείς κάτι με τάφρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιταφρεύω. Η λ., στον λόγιο τ. περιτάφρευσις, μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”